μακρόκλιμα

μακρόκλιμα
το
το γενικό κλίμα εκτεταμένων περιοχών ή και ολόκληρης τής Γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macroclimate < macro- (< μακρ[ο]-*) + climate (< κλίμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιοκλιματολογία — Επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κλιματικών συνθηκών και των φαινομένων της ζωής. Οι σχέσεις αυτές είναι είτε άμεσες είτε έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και …   Dictionary of Greek

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • μακροκλιματολογία — η κλάδος τής κλιματολογίας που εξετάζει το μακρόκλιμα, δηλαδή τις γενικές κλιματολογικές συνθήκες και τους γενικούς κλιματολογικούς παράγοντες μιας πολύ εκτεταμένης περιοχής ή και ολόκληρης τής Γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφικός — ή, ό, ΝΜ [τοπογράφος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπογραφία 2. φρ. α) «τοπογραφικά σημεία» τα σημεία τού εδάφους που προσδιορίζονται ως προς τη θέση και το ύψος για τη σύνταξη τοπογραφικού χάρτη β) «τοπογραφικός χάρτης» χάρτης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”